Deutsch | Griechisch |
---|---|
öffnen auf Griechisch | ανοίγω (anoígo / άνοιξα, ανοίγομαι, ανοίχτηκα, ανοιγμένος) |
schließen auf Griechisch | κλείνω (kleíno / έκλεισα, κλείνομαι, κλείστηκα, κλεισμένος) |
sitzen auf Griechisch | κάθομαι (káthomai / κάθισα, κάθομαι, κάθισα, καθισμένος) |
stehen auf Griechisch | στέκομαι (stékomai / στάθηκα, στέκομαι, στάθηκα, -) |
wissen auf Griechisch | ξέρω (xéro / ήξερα, -, -, -) |
denken auf Griechisch | σκέφτομαι (skéftomai / σκέφτηκα, σκέφτομαι, σκέφτηκα, σκεφτόμενος) |
gewinnen auf Griechisch | κερδίζω (kerdízo / κέρδισα, κερδίζομαι, κερδήθηκα, κερδισμένος) |
verlieren auf Griechisch | χάνω (cháno / έχασα, χάνομαι, χάθηκα, χαμένος) |
fragen auf Griechisch | ρωτώ (rotó / ρώτησα, ρωτιέμαι, ρωτήθηκα, ρωτημένος) |
antworten auf Griechisch | απαντώ (apantó / απάντησα, απαντιέμαι, απαντήθηκα, απαντημένος) |
helfen auf Griechisch | βοηθώ (voithó / βοήθησα, βοηθιέμαι, βοηθήθηκα, βοηθημένος) |
mögen auf Griechisch | μου αρέσει (mou arései / μου άρεσε, -, -, -) |
küssen auf Griechisch | φιλώ (filó / φίλησα, φιλιέμαι, φιλήθηκα, φιλημένος) |
essen auf Griechisch | τρώω (tróo / έφαγα, τρώγομαι, φαγώθηκα, φαγωμένος) |
trinken auf Griechisch | πίνω (píno / ήπια, πίνομαι, πιώθηκα, πιωμένος) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
nehmen auf Griechisch | παίρνω (paírno / πήρα, παίρνομαι, πάρθηκα, παρμένος) |
legen auf Griechisch | βάζω (vázo / έβαλα, -, βάλθηκα, βαλμένος) |
finden auf Griechisch | βρίσκω (vrísko / βρήκα, βρίσκομαι, βρέθηκα, -) |
stehlen auf Griechisch | κλέβω (klévo / έκλεψα, κλέβομαι, κλέφτηκα, κλεμμένος) |
töten auf Griechisch | σκοτώνω (skotóno / σκότωσα, σκοτώνομαι, σκοτώθηκα, σκοτωμένος) |
fliegen auf Griechisch | πετάω (petáo / πέταξα, πετιέμαι, πετάχτηκα, πεταμένος) |
angreifen auf Griechisch | επιτίθεμαι (epitíthemai / επιτέθηκα, επιτίθεμαι, επιτέθηκα, επιτιθέμενος) |
verteidigen auf Griechisch | αμύνομαι (amýnomai / αμύνθηκα, αμύνομαι, αμύνθηκα, αμυνόμενος) |
fallen auf Griechisch | πέφτω (péfto / έπεσα, -, -, πεσμένος) |
wählen auf Griechisch | επιλέγω (epilégo / επέλεξα, επιλέγομαι, επιλέχθηκα, επιλεγμένος) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
laufen auf Griechisch | τρέχω (trécho / έτρεξα, -, -, -) |
schwimmen auf Griechisch | κολυμπάω (kolympáo / κολύμπησα, -, -, -) |
springen auf Griechisch | πηδάω (pidáo / πήδηξα, πηδιέμαι, πηδήχτηκα, πηδηγμένος) |
ziehen auf Griechisch | τραβάω (traváo / τράβηξα, τραβιέμαι, τραβήχτηκα, τραβηγμένος) |
drücken auf Griechisch | σπρώχνω (spróchno / έσπρωξα, σπρώχνομαι, σπρώχτηκα, σπρωγμένος) |
werfen auf Griechisch | ρίχνω (ríchno / έριξα, ρίχνομαι, ρίχτηκα, ριγμένος) |
krabbeln auf Griechisch | μπουσουλάω (bousouláo / μπουσούλησα, -, -, -) |
kämpfen auf Griechisch | παλεύω (palévo / πάλεψα, -, -, -) |
fangen auf Griechisch | πιάνω (piáno / έπιασα, πιάνομαι, πιάστηκα, πιασμένος) |
rollen auf Griechisch | κυλώ (kyló / κύλησα, κυλιέμαι, κυλίστηκα, κυλισμένος) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
kaufen auf Griechisch | αγοράζω (agorázo / αγόρασα, αγοράζομαι, αγοράστηκα, αγορασμένος) |
bezahlen auf Griechisch | πληρώνω (pliróno / πλήρωσα, πληρώνομαι, πληρώθηκα, πληρωμένος) |
verkaufen auf Griechisch | πουλάω (pouláo / πούλησα, πουλιέμαι, πουλήθηκα, πουλημένος) |
lernen auf Griechisch | μελετάω (meletáo / μελέτησα, μελετιέμαι, μελετήθηκα, μελετημένος) |
telefonieren auf Griechisch | καλώ (kaló / κάλεσα, καλούμαι, καλέστηκα, καλεσμένος) |
lesen auf Griechisch | διαβάζω (diavázo / διάβασα, διαβάζομαι, διαβάστηκα, διαβασμένος) |
schreiben auf Griechisch | γράφω (gráfo / έγραψα, γράφομαι, γράφτηκα, γραμμένος) |
rechnen auf Griechisch | υπολογίζω (ypologízo / υπολόγισα, υπολογίζομαι, υπολογίστηκα, υπολογισμένος) |
messen auf Griechisch | μετράω (metráo / μέτρησα, μετριέμαι, μετρήθηκα, μετρημένος) |
verdienen auf Griechisch | κερδίζω (kerdízo / κέρδισα, κερδίζομαι, κερδήθηκα, κερδισμένος) |
zählen auf Griechisch | μετράω (metráo / μέτρησα, μετριέμαι, μετρήθηκα, μετρημένος) |
scannen auf Griechisch | σαρώνω (saróno / σάρωσα, σαρώνομαι, σαρώθηκα, σαρωμένος) |
drucken auf Griechisch | εκτυπώνω (ektypóno / εκτύπωσα, εκτυπώνομαι, εκτυπώθηκα, εκτυπωμένος) |